Powered By Blogger

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΦΕΝΕΣ (ΝΤΟΥΚΙΑΝΙ)

Δημοσιογραφική έρευνα-Επιμέλεια-Ρετουσάρισμα
Ιωάννης  Μιχ.  Δογάνης
Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος

http://topaliorethemnos.blogspot.com/


Λίγα λόγια για το ντουκιάνι...
   Το ντουκιάνι των παλαιότερων εποχών ήταν πολύ λιτός χώρος. Με χωμάτινο το δάπεδο και το δώμα. Τα έπιπλα απλά και λιγοστά: λίγες καρέκλες με βούρλινη πλέξη, ελάχιστα στρογγυλά τρίποδα τραπεζάκια και το τεζιάκι. Απαραίτητη κατασκευή στο χώρο του τεζιακιού ήταν το τζάκι με παραστιά πάνω στην οποία υπήρχε, γεμάτο πάντα με ζεστό νερό, ένα σκεπαστό σκεύος με βρυσάκι που λεγόταν γεντέκι ή γιογούμι.
  Σε μια γωνιά του ντουκιανιού ο καφετζής-τσαγκάρης είχε το τραπεζάκι με τα εργαλεία, τα καλαπόδια και τα δέρματα και έφτιαχνε, όταν είχε την ευχέρεια, τα στιβάνια των πελατών του.

Το νέο ντουκιάνι
 
Προ πολλού έχει κλείσει μισός αιώνας από τότε, που παιδί ο γράφων, δειλά-δειλά πλησίαζα, με άλλα παιδιά του χωριού μου και κοιτάζαμε από το παράθυρο του δρόμου στο εσωτερικό, το καινούριο ντουκιάνι του Σηφάκη.
  Σε ανοιχτό χώρο, δίπλα στο κεντρικό δρόμο, επάνω από την βρύση της Μεσοχωριάς ήτο κτισμένο.
Σχήμα παραλληλεπίπεδου 10*4 μ. με μονόπλευρη κεραμιδένια στέγη θα χρησίμευε για διπλή χρήση:
Τσαγκάρικο και Καφενές. "Ένα παράθυρο στην βορινή πλευρά. Μια πόρτα από τη Δυτική οδηγούσε, στον ίσκιο μιάς ελιάς με μικρό κηπάριο. Στη νοτική πλευρά του κεντρικού δρόμου η κύρια είσοδος, προφυλασσότανε με υπόστεγο λαμαρίνας και το παράθυρο που προσφερότανε για μας τα παιδιά".
  Είχε προβλεφθεί η κατασκευή τζακιού, για καφέδες και νεροχύτη για δυό στάμνες. Τα θυρόφυλλα ελαιοχρωματισμένα μπλέ-θαλασσί. Δυό καναπέδες και καμιά δεκάδα εγχώριες καρέκλες χρησίμευαν ως καθίσματα στους πελάτες. Ένα τεζάκι καινούριο ομοιόχρωμα βαμμένα προς τα κουφώματα, ένα τσαγκαρίστικο τραπεζάκι με τα σύνεργα του Τσαγκάρη (ο πάγκος) και τέσσερα τραπέζια ανόμοια στο μέγεθος και το σχήμα για τα ποτά. Να όλη η επίπλωση. Οι τοίχοι καλύπτοπτονταν από αφίσες που εικόνιζαν μάχες του Πολέμου 1912-1913. Επάνω στο Τεζάκι έβλεπες καμιά δωδεκάδα φλιτζάνια καφέ, νεροπότηρα, κρασοπότηρα, ρακοπότηρα χονδρής κατασκευής και δυο δίσκους ένα μικρό και άλλο μεγαλύτερο. "Να ο νέος Καφενές που συνεπήρε το νου των χωριανών".

  -Μωρε, αυτός είναι καφενές, καμάρωνε ο γερο-Δουμενέας.
  -Ε, ξαργούτου φιασμένος είναι συμπλήρωσε ο Κουλτομανώλης.
  -Ε! κ΄ιντα,καφενέδες είναι τ'άλλα ντουκιάνια:
  -Αν πείς του Παναγιώτη, έδενε πρωτύτερα η Φρύσσα την αγελάδα της. Του Θεόδουλου εφέλανε μπαγιαγίς. Του Μπογκιόρνο ήτο παράσπιτο για τ'άχερα. Τ'άνοιξε την πόρτα στο δρόμο και τόκανε ντουκιάνι, βεβαίωσε ο Κακαδομύτης.
  -Ε, τούτο μάλιστα. Ρέγεσαι να κάθεσαι. Παστρικό, ασβεστωμένο, κεραμιδωτό. Σε καλή θέση. Κάνει και καλό καφέ ο Σηφάκης, να λέμε την αλήθεια, είπε ο Κουκλογιάννης, καπνίζοντας το μαύρο τσιμπούκι του με χοντροκομμένο κιρίκι. Χωρα'ί'τικος καφενές. Δεν ντρέπεται ο Σηφάκης, αν έλθει κι' ο Δεσπότης.

  Ολόκληρο καλοκαίρι το έκτιζαν. Θυμάμαι τη θεμελίωση και τον Αγιασμό που έκανε ο Παπά Αντώνης.
  Ο Σηφάκης ήτο τσιράκι στη χώρα σε καλό τσαγκάρικο. Πολλά χρόνια μαθήτεψε. Η τέχνη του και η κεντιά του ήσαν ασυναγώνιστες. Έραβε γυναικείες γόβες και στιβάνια ανδρικά, που μόνο ο Χαμαμιτζής έραβε στη χώρα. Είχε κι'η μάνα του από τη σύνταξη της. Κι' έκτισε τον καφενέ.
  Συνεχώς έραβε, μετά αν τύχαινε τις καθημερινές κανένας πελάτης ξένος περαστικός για καφέ, άφηνε το παπούτσι, άναβε μια αγκάθα με λίγα φρύγανα στο τζάκι και του τον έβραζε, ο παπάς, ο Δάσκαλος ήταν η πελατεία του τις εργάσιμες ημέρες. Τις σχολάδες γέμιζε από τις τέσσερες καντονάδες. Όλοι σχεδόν οι χωριανοί από την εκκλησιά πήγαιναν κατευθείαν στου Σηφάκη. Κάθε κυριακή όλοι έπιναν το πρωί καφέ. Το απόγευμα κρασί και ρακή.
  Τις Κυριακές μαζευόμαστε τα σχολειαρούδικα στο παράθυρο για χάζι. Μόλις φτάναμε και βλέπαμε στο εσωτερικό,καμιά φορά μας έδιωχνε ρίχνοντας μας νερό και άλλοτε μας έδινε το μπρίκι να του φέρωμε νερό από τη βρύση. Όταν είχαμε μια πεντάρα αγοράζαμε ένα μεγάλο λουκούμι ή ζαχαρένιες μαντινάδες. Μετά την παρέλευση μερικών χρόνων που αρραβωνιάστηκε ο Σηφάκης φορούσε δακτυλίδι. Τον άκουα που κτυπούσε ρυθμικά στα τοιχώματα του ποτηριού καθώς το έπλυνε με λίγο νερό στο νεροχύτη. Το έτριβε ξερά, του έχυνε λίγο νερό από τη στάμνα και το γέμιζε για το πελάτη Το θεωρούσε αγγαρεία να βράση καφέ. Συνιστούσε να πίνουν κρασί ή ρακή, που είναι φάρμακο. Για ν'αποφυγει το τζάκι.
 "Όταν έβρισκε παρέα έπινε κι'ο ίδιος. Έτσι κατέβαζε κέφι. Με την πάροδο των χρόνων ήτο ο ίδιος ο καλύτερος πελάτης του καφενέ του. Πάντα τύφλα στο μεθύσι τον βλέπαμε...


Απόσπασμα από το βιβλίο "ΟΙ ΚΑΤΑΧΑΝΑΔΕΣ" 

του Α. Σταυρουλάκη



Δεν υπάρχουν σχόλια: